- αναξιόπιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης: Η μαρτυρία του είχε κριθεί από το δικαστήριο αναξιόπιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναξιόπιστος — unworthy of credit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιόπιστος — η, ο (Μ ἀναξιόπιστος, ον) αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός νεοελλ. αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀξιόπιστος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία] … Dictionary of Greek
ἀναξιόπιστον — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem acc sg ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιοπιστότεροι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιοπίστοις — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιόπιστα — ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιόπιστοι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό … Dictionary of Greek
άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek